δύσπνοια

δύσπνοια
δύσπνοια
difficulty of breathing
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δυσπνοίᾳ — δυσπνοίᾱͅ , δύσπνοια difficulty of breathing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσπνοια — Αναπνευστική δυσχέρεια που προκαλεί μεταβολή της συχνότητας και αταξία του ρυθμού της αναπνοής. Η δ. μπορεί να είναι καρδιακής (καρδιοπάθειες και οξεία καρδιακή ανεπάρκεια), αναπνευστικής (οξείες και χρόνιες παθήσεις του υπεζωκότα, των βρόγχων,… …   Dictionary of Greek

  • δύσπνοια — η 1. δυσκολία στην αναπνοή. 2. (ιατρ.), πάθηση κατά την οποία η αναπνοή γίνεται γρήγορη και κουραστική: Μ’ έπιασε δύσπνοια από το καυσαέριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσπνοίας — δυσπνοίᾱς , δύσπνοια difficulty of breathing fem acc pl δυσπνοίᾱς , δύσπνοια difficulty of breathing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπνοιῶν — δύσπνοια difficulty of breathing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπνοίαις — δύσπνοια difficulty of breathing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπνοίης — δύσπνοια difficulty of breathing fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπνοίῃ — δύσπνοια difficulty of breathing fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσπνοιαι — δύσπνοια difficulty of breathing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσπνοιαν — δύσπνοια difficulty of breathing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”